- προλημμα
- πρόλημμαπρό-λημμα-ατος τό выгода, преимущество
(π. οὐδὲν ποιεῖν τινι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(π. οὐδὲν ποιεῖν τινι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόλημμα — ήμματος, τὸ, Α [προλαμβάνω] 1. πλεονέκτημα, όφελος που αποκτήθηκε εκ τών προτέρων 2. προκατάληψη, πρόληψη … Dictionary of Greek